τεσσαρακοστός — fortieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοστά — τεσσαρακοστός fortieth neut nom/voc/acc pl τεσσαρακοστά̱ , τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc/acc dual τεσσαρακοστά̱ , τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστόν — τεσσαρακοστός fortieth masc acc sg τεσσαρακοστός fortieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοσταῖς — τεσσαρακοστός fortieth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστοῦ — τεσσαρακοστός fortieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστῆς — τεσσαρακοστός fortieth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστῇ — τεσσαρακοστός fortieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστή — τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστήν — τεσσαρακοστός fortieth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)